- υπόφραγμα
- το мор. нижняя палуба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπόφραγμα — το, Ν ναυτ. ο χώρος που σχηματίζεται κάτω από το κύριο κατάστρωμα τού πλοίου και μεταξύ τών διαφόρων καταστρωμάτων, κν. κοραδούρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φράγμα. Η λ., στον πληθ. ὑποφράγματα, μαρτυρείται από το 1862 στον Κ. Νικόδημο] … Dictionary of Greek
υπόφραγμα — το ατος, καθένα από τα καταστρώματα πλοίου που βρίσκονται κάτω από το κύριο κατάστρωμα, υπόστρωμα, κοραδούρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
υπόστρωμα — το, ατος 1. καθετί που στρώνεται αποκάτω, το στρώμα, το στρωσίδι. 2. χοντρό μάλλινο ύφασμα που μπαίνει κάτω από σαμάρι ή σέλα στη ράχη ζώου. 3. το υπέδαφος (βλ. λ.). 4. το κατώτερο μέρος του πλοίου, το υπόφραγμα, κο(υ)ραδούρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)